παρατραβάω

παρατραβάω
παρατραβάω (σπάν. παρατραβώ), παρατράβηξα, παρατραβηγμένος βλ. πίν. 66
——————
Σημειώσεις:
παρατραβάω : η μτχ. παρατραβηγμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο, για να χαρακτηρίσει κάτι ως υπερβολικό, παράλογο, εξωπραγματικό.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”